- σάλπιγξ
- σάλπιγξsaupefem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σάλπιγξ Ελληνική — Η πρώτη χρονολογικά, έντυπη ελληνική εφημερίδα. Η εφημερίδα αυτή, που είχε έδρα την Καλαμάτα, κυκλοφόρησε το 1821. Από τα φύλλα της σώζονται μόνο ελάχιστοι αριθμοί. Τα αντίτυπα αυτά ανήκαν στον Τιμολέοντα Φιλήμονα, που τα δώρισε στη Βιβλιοθήκη… … Dictionary of Greek
Ελληνική Σάλπιγξ — Τίτλος της πρώτης έντυπης ελληνικής εφημερίδας. Ιδρύθηκε στην Καλαμάτα το 1821 και εκδιδόταν υπό τη διεύθυνση του Θεόκλητου Φαρμακίδη σε περιοδικά χρονικά διαστήματα, εξαιτίας των αντίξοων ιστορικών συνθηκών. Η έκδοσή της σταμάτησε όταν ο… … Dictionary of Greek
Ευαγγελική Σάλπιγξ — Το αρχαιότερο ελληνικό θρησκευτικό περιοδικό. Εκδότης του ήταν ο ιεροκήρυκας Γερμανός. Εκδόθηκε στο Ναύπλιο (1834 35) και η έκδοσή του συνεχίστηκε στην Αθήνα (1835 38). Με τον ίδιο τίτλο εκδόθηκε και θρησκευτικό περιοδικό στην Κέρκυρα (1852) … Dictionary of Greek
Сальпинга — (σάλπιγξ) греческое название длинной трубы (= лат. tuba), которой давались на войне сигналы. С. употреблялась также при религиозных церемониях … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
σαλπίγγων — σάλπιγξ saupe fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλπιγγα — σάλπιγξ saupe fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλπιγγας — σάλπιγξ saupe fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλπιγγες — σάλπιγξ saupe fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλπιγγι — σάλπιγξ saupe fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλπιγγος — σάλπιγξ saupe fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)